σταθερής κατάστασης, θεωρία
- σταθερής κατάστασης, θεωρία
- Μία κοσμολογική θεωρία που υπακούει σε μία τέλεια κοσμολογική αρχή σύμφωνα με την οποία το σύμπαν φαίνεται το ίδιο σε όλα τα σημεία και οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Το σύμπαν, επομένως, δεν έχει αρχή ούτε τέλος και η πυκνότητα της ύλης σε αυτό παραμένει σταθερή. Η θεωρία της σ.κ. προτάθηκε το 1948 από το Χέρμαν Μπόντι, τον Τόμας Γκόουλντ και το Φρεντ Χόυλ και προϋποθέτει ένα επίπεδο χώρο που διαστέλλεται με σταθερό ρυθμό. Υπάρχει συνεχής δημιουργία ύλης σε ολόκληρη την έκταση του σύμπαντος –ή πιθανό μόνο στα γαλαξιακά κέντρα– έτσι ώστε να αντισταθμίζεται η ελάττωση της πυκνότητας εξαιτίας της διαστολής. Ο ρυθμός δημιουργίας της ύλης είναι περίπου 10-10 νουκλεόνια ανά κυβικό μέτρο και ανά έτος. Η θεωρία σ.κ. δεν μπορεί να εξηγήσει με ευκολία την ακτινοβολία του περιβάλλοντος στην περιοχή των μικροκυμάτων ή τις έντονες ραδιοεκπομπές που προέρχονται από διάφορες ραδιοπηγές του σύμπαντος και που δείχνουν ότι το σύμπαν εξελίσσεται διαρκώς.
Dictionary of Greek.
2013.
Look at other dictionaries:
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
Κόρνελ, Έρικ — (Eric A. Cornell, Πάλο Άλτο, Καλιφόρνια 1961 –). Αμερικανός φυσικός. Πήρε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Το 1990, αφού έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στον τομέα της ατομικής φυσικής από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης ΜΙΤ,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek